Γρανάδα

Γρανάδα
η г. Гранада

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Γρανάδα" в других словарях:

  • Γρανάδα — I (Granada).Πόλη (239.590 κάτ. το 2002) της νότιας Ισπανίας, στην περιοχή της Ανδαλουσίας. Αποτελεί πρωτεύουσα του ομώνυμου διοικητικού διαμερίσματος. Η Γ. βρίσκεται σε υψόμετρο 690 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, στα πρώτα βορειοδυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Νικαράγουα — Κράτος της κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β με την Oνδούρα, Ν με την Kόστα Pίκα και βρέχεται Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό, και Α από τη Θάλασσα των Aντιλλών.H Ν. είναι το πιο εκτεταμένο και λιγότερο πυκνοκατοικημένο κράτος της κεντρικής Αμερικής. H… …   Dictionary of Greek

  • Names of European cities in different languages: E–H — v · d · …   Wikipedia

  • Αλ Χαμάρ, Μοχάμετ Ιμπν — (Mohamed IbnAl Hamar, 13oς αι.). Πρώτος Μαυριτανός βασιλιάς της Γρανάδα τον 13o αι. Κήρυξε την περιοχή του ανεξάρτητο κράτος με πρωτεύουσα τη Γρανάδα στην οποία άρχισε την οικοδόμηση της Αλάμπρα …   Dictionary of Greek

  • Αλάμπρα — Αρχαίο ανάκτορο και φρούριο των Μαυριτανών ηγεμόνων της Γρανάδα, χτισμένο πάνω σε ψηλό λόφο στα ανατολικά προάστια της πόλης. Αποτελεί θαυμαστό υπόδειγμα της μεταγενέστερης μαυριτανικής αρχιτεκτονικής. Η ονομασία του προέρχεται κατά μία εκδοχή… …   Dictionary of Greek

  • αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… …   Dictionary of Greek

  • κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Ανγκιέρα, Πέτερ Μαρτίρ ντ’- — (Peter Martyr d’ Anghiera, Αρόνα, Ιταλία 1457 – Γρανάδα, Ισπανία 1526). Ιταλός ιστορικός και γεωγράφος. Πήγε στη Ρώμη περίπου στο 1478 και έγινε γραμματέας του κυβερνήτη Φραντσέσκο Νέγκρο. Αργότερα, μπήκε στην υπηρεσία του κόμητα της Τεντίλα, τον …   Dictionary of Greek

  • Ανδαλουσία — (Andalucia). Περιοχή (87.598 τ. χλμ., 7.403. 968 κάτ. το 2001) της νότιας Ισπανίας, που εκτείνεται από τον κάτω ρου του Γκουαντιάνα έως την Πορτογαλία και τον 2o μεσημβρινό δυτικού πλάτους, μεταξύ των νότιων παρυφών της Μεσέτα που αποτελούνται… …   Dictionary of Greek

  • Γκρανάδα, Λουίς ντε- — (Luis de Granada, Γρανάδα 1504 – Λισαβόνα 1588).Ισπανός συγγραφέας. Μοναχός του τάγματος των δομινικανών· συγγραφέας μεγάλης μόρφωσης και πολύ παραγωγικός –έγραψε επίσης στα λατινικά και στα πορτογαλικά– θεωρείται ένας από τους πιο αξιόλογους… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»